- γλυκάκιας
- ο1. αυτός που αγαπάει τα γλυκίσματα2. αυτός που έχει επιτηδευμένους γλυκούς τρόπους3. ο ερωτύλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκός — ιά, ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά («γλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά») 2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό) 3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση … Dictionary of Greek